Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀμπέλου κλάδος

См. также в других словарях:

  • αμπελοκλαδής — ἀμπελοκλαδής, ὲς (Μ) αυτός που έχει κλαδιά αμπέλου ή γίνεται από κλαδιά αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + κλαδὴς < κλάδος (πρβλ. και αρχ. νεοκλαδής, περικλαδής, πολυκλαδής)] …   Dictionary of Greek

  • κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»